σκασίλα — η 1. μεγάλη στενοχώρια: Τράβηξε μεγάλη σκασίλα όταν έμαθε αυτά τα δυσάρεστα νέα. 2. «Σκασίλα με έφαγε», δε με νοιάζει καθόλου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ίλα — (Μ ίλα) υστερομεσαιωνική και νεοελληνική κατάλ. θηλυκών ονομάτων, χαρακτηριστική αφηρημένων (πρβλ. ανατριχ ίλα, ξεφτ ίλα) κυρίως όμως ουσιαστικών που δηλώνουν δυσάρεστη οσμή (πρβλ. ξιν ίλα, ποδαρ ίλα). Η δήλωση τής δυσάρεστης οσμής οδήγησε τον Γ … Dictionary of Greek
καρδιοσκάσιμο — το υπερβολική θλίψη, στενοχώρια, σκασίλα … Dictionary of Greek
κρεπάρισμα — το [κρεπάρω] 1. σπάσιμο ή ράγισμα συμπαγούς υλικού 2. το ξάσιμο τών μαλλιών τού κεφαλιού 3. μεγάλη στενοχώρια, σκασίλα … Dictionary of Greek
σκάνια — η, Ν [σκάνω] σκασίλα, στενοχώρια … Dictionary of Greek
σκάση — η, Ν [σκά(ζ)ω] 1. σκασίλα 2. παροιμ. «κάμποσοι από τη σκάση τους πλαντούν από το γέλιο» λέγεται για εκείνους που εκδηλώνουν τα συναισθήματά τους κατά τρόπο αντίθετο προς τον συνηθισμένο … Dictionary of Greek
σκάσιμο — το, Ν 1. άνοιγμα σε μήκος τής επιφάνειας στερεού σώματος, σχισμή, ρωγμή, σκασιματιά (α. «το σκάσιμο τού τοίχου» β. «το σκάσιμο τού εδάφους από τη ζέστη και την ξηρασία» γ. «το σκάσιμο τού δέρματος από το κρύο και τον αέρα») 2. ρήξη, διάρρηξη τής… … Dictionary of Greek
σκασμός — (I) ο, Ν [σκά(ζ)ω] 1. πολύ μεγάλη στενοχώρια, σκασίλα 2. θάνατος από ασφυξία, από δυσχέρεια ή διακοπή τής λειτουργίας τής αναπνοής 3. (ως επιφ.) «σκασμός!» σιωπή! 4. φρ. α) «βγάζω τον σκασμό» σωπαίνω β) «τρώγω μέχρι σκασμού» τρώγω κατά κόρον.… … Dictionary of Greek
σκασμός — ο 1. σκασίλα, μεγάλη δυσφορία. 2. μεγάλη ζέστη που προκαλεί δυσφορία: Εδώ μέσα είναι σκασμός, δεν αντέχω άλλο. 3. ασφυξία: Πήγε από σκασμό. 4. (επιφών.), πάψε. 5. φρ., «Βγάλε το σκασμό», μη μιλάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσατίλα — η πείραγμα, προσβολή, θύμωμα, ερεθισμός, σκασίλα: Έχω τσατίλα μ αυτά που μου είπε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)