σκασίλα

σκασίλα
και σκαΐλα, η, Ν
1. πολύ μεγάλη στενοχώρια, λύπη, δυσαρέσκεια
2. φρ. «σκασίλα μου!» ή «σκασίλα που μ' έφαγε!» ή «είχα μια σκασίλα!»
ειρων. δεν μέ νοιάζει καθόλου, δεν δίνω δεκάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάση + κατάλ. -ίλα (πρβλ. μαυρ-ίλα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκασίλα — η 1. μεγάλη στενοχώρια: Τράβηξε μεγάλη σκασίλα όταν έμαθε αυτά τα δυσάρεστα νέα. 2. «Σκασίλα με έφαγε», δε με νοιάζει καθόλου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ίλα — (Μ ίλα) υστερομεσαιωνική και νεοελληνική κατάλ. θηλυκών ονομάτων, χαρακτηριστική αφηρημένων (πρβλ. ανατριχ ίλα, ξεφτ ίλα) κυρίως όμως ουσιαστικών που δηλώνουν δυσάρεστη οσμή (πρβλ. ξιν ίλα, ποδαρ ίλα). Η δήλωση τής δυσάρεστης οσμής οδήγησε τον Γ …   Dictionary of Greek

  • καρδιοσκάσιμο — το υπερβολική θλίψη, στενοχώρια, σκασίλα …   Dictionary of Greek

  • κρεπάρισμα — το [κρεπάρω] 1. σπάσιμο ή ράγισμα συμπαγούς υλικού 2. το ξάσιμο τών μαλλιών τού κεφαλιού 3. μεγάλη στενοχώρια, σκασίλα …   Dictionary of Greek

  • σκάνια — η, Ν [σκάνω] σκασίλα, στενοχώρια …   Dictionary of Greek

  • σκάση — η, Ν [σκά(ζ)ω] 1. σκασίλα 2. παροιμ. «κάμποσοι από τη σκάση τους πλαντούν από το γέλιο» λέγεται για εκείνους που εκδηλώνουν τα συναισθήματά τους κατά τρόπο αντίθετο προς τον συνηθισμένο …   Dictionary of Greek

  • σκάσιμο — το, Ν 1. άνοιγμα σε μήκος τής επιφάνειας στερεού σώματος, σχισμή, ρωγμή, σκασιματιά (α. «το σκάσιμο τού τοίχου» β. «το σκάσιμο τού εδάφους από τη ζέστη και την ξηρασία» γ. «το σκάσιμο τού δέρματος από το κρύο και τον αέρα») 2. ρήξη, διάρρηξη τής… …   Dictionary of Greek

  • σκασμός — (I) ο, Ν [σκά(ζ)ω] 1. πολύ μεγάλη στενοχώρια, σκασίλα 2. θάνατος από ασφυξία, από δυσχέρεια ή διακοπή τής λειτουργίας τής αναπνοής 3. (ως επιφ.) «σκασμός!» σιωπή! 4. φρ. α) «βγάζω τον σκασμό» σωπαίνω β) «τρώγω μέχρι σκασμού» τρώγω κατά κόρον.… …   Dictionary of Greek

  • σκασμός — ο 1. σκασίλα, μεγάλη δυσφορία. 2. μεγάλη ζέστη που προκαλεί δυσφορία: Εδώ μέσα είναι σκασμός, δεν αντέχω άλλο. 3. ασφυξία: Πήγε από σκασμό. 4. (επιφών.), πάψε. 5. φρ., «Βγάλε το σκασμό», μη μιλάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσατίλα — η πείραγμα, προσβολή, θύμωμα, ερεθισμός, σκασίλα: Έχω τσατίλα μ αυτά που μου είπε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”